ωτολαβίδα

ωτολαβίδα
η / ὠτολαβίς, -ίδος, ΝΜ
νεοελλ.
ιατρ. ειδική λαβίδα, που χρησιμοποιείται σε ωτικές επεμβάσεις
μσν.
λαβίδα για την εξαγωγή ξένων σωμάτων από τα αφτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + λαβίδα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”